- ἀντιδιαστέλλεται
- ἀντί-διαστέλλωput asunderpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αμφιμάσχαλος — Αρχαίο ένδυμα των Αθηναίων. Ήταν είδος χιτώνα, κλειστός και από τις δύο πλευρές, που κάλυπτε τους ώμους και το πάνω μέρος των χεριών. Αργότερα κάλυπτε και τα χέρια μέχρι τους αγκώνες. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε χιτών χειριδωτός. Διέφερε από τον … Dictionary of Greek
δημοτική — Η γλώσσα την οποία μιλάει και γράφει ένας λαός. Στην Ελλάδα δ. ονομάζεται η κοινή νεοελληνική γλώσσα που αντιδιαστέλλεται με τη λεγόμενη καθαρεύουσα, η οποία διακρίνεται από τα αρχαϊκά της στοιχεία. Η κίνηση για την καθιέρωση της δ. είναι γνωστή… … Dictionary of Greek
επιφαινόμενο — το (ουδ. τής μτχ. ενεστ. τού επιφαίνομαι, ως ουσ.) 1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον 2 … Dictionary of Greek
ιδιώτης — ο, θηλ. ιδιώτις (ΑΜ ἰδιώτης, θηλ. ἰδιῶτις) 1. ο απλός πολίτης σε αντιδιαστολή με τους στρατιωτικούς ή με τα όργανα τής τάξης ή άλλους κρατικούς λειτουργούς (α. «ο αστυνομικός συνεπλάκη με δύο ιδιώτες» β. «ξυμφέροντα πόλεσι καί ἰδιώταις», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek
καλογέννητος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε εύκολα 2. το θηλ. ως ουσ. (για γυναίκα) η καλογέννητη αυτή που γέννησε εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλογεννώ. Σημασιολογικά αντιδιαστέλλεται με την παθ. του σημ. προς το ενεργ. σημ. καλόγεννος*] … Dictionary of Greek
κατάθλιψη — Ψυχική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονο συναίσθημα λύπης, απελπισίας, απαισιοδοξίας, ενοχής και γενική απώλεια ενδιαφέροντος για τη ζωή. Συχνά, το άτομο που πάσχει από κ. ανησυχεί συνεχώς για την υγεία του, ως αποτέλεσμα δυσάρεστων… … Dictionary of Greek